- αποτήκω
- (Α ἀποτήκω)ρευστοποιώ κάτι λειώνοντας τοαρχ.αφανίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαποτήκω — Α διαλύω στη φωτιά προηγουμένως, τήκω ε κ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποτήκω «διαλύω κάτι στη φωτιά λειώνοντάς το»] … Dictionary of Greek